συκαμενέα

συκαμενέα
συκαμινέα, συκαμ(ι)νίά η см. σκαμνιά

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "συκαμενέα" в других словарях:

  • συκαμενέα — ἡ, Α βλ. συκαμινιά …   Dictionary of Greek

  • συκαμινιά — η / συκαμινέα, ΝΜΑ, και σ(υ)καμιά και σ(υ)καμνιά Ν, και συκαμενέα και συκάμεινα Α η συκάμινος, η μουριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < συκάμινον + κατάλ. έα (πρβλ. μηλ έα, συκ έα). Ο νεοελλ. τ. συκαμινιά με συνίζηση (πρβλ. μηλ ιά)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»